- ἀντιπέρην
- ἀντιπέραfem acc sg (epic ionic)ἀντιπέραςover againstionic (indeclform adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίπερα — (Α ἀντίπερα, πέραν, πέρην, πέρας Μ ἀντιπέραν κ. ἀντίπεραν) επίρρ. στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη ή ακτή, αντίκρυ («ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω για να περάσω αντίπερα»). αρχ. ως επίθ. «Ἀσίδα τ ἀντιπέρην τε» την ασιατική και… … Dictionary of Greek
καταντιπέρην — (Α) καταντικρύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντιπέρην «αντίκρυ, απέναντι»] … Dictionary of Greek